- γκρεμιστής
- (-άδες) ο1) тот, кто занимается сносом старых здании; 2) перен. ниспровергатель, разрушитель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκρεμιστής — ο 1. αυτός που κατεδαφίζει παλαιές οικοδομές 2. αυτός που ανατρέπει μια κατάσταση … Dictionary of Greek